шкандыбать - ορισμός. Τι είναι το шкандыбать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι шкандыбать - ορισμός


шкандыбать      
·*южн. хромать или ковылять, ходить прихрамывая. Шкандыба муж. хромой, колча, колченогий.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шкандыбать
1. Туда устремляются те, кому лень шкандыбать до границы.
2. - Да, но что же мы ответим нашим гражданам и гражданкам - любителям быстро шкандыбать, когда они скажут нам, что облагать по такому поводу налогом физических лиц несправедливо?
3. Чтобы попасть к своим домам на 2-й Владимирской улице, жителям приходилось месить грязь и (или) шкандыбать по наспех набросанным бетонным плитам, при этом вечернее "преодоление" поруганных каштановых аллей происходило еще и в кромешной темноте!
Τι είναι шкандыбать - ορισμός